ἀρρυτίδωτος

ἀρρυτίδωτος
ἀρρῠτίδωτος [], ον,
A unwrinkled, AP5.12 (Phld.), 6.252 (Antiphil.), Dsc.3.102, 4.122, Sor.1.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀρρυτίδωτος — unwrinkled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρρυτίδωτος — η, ο (AM ἀρρυτίδωτος, ον) [ρυτιδώ ( όω)] αυτός που δεν έχει ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • αρρυτίδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ρυτίδες, ζάρες, αζάρωτος: Το πρόσωπό της είναι εντελώς αρρυτίδωτο, μόλο που τα χει τα χρονάκια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρυτίδωτον — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem acc sg ἀρρυτίδωτος unwrinkled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρυτιδώτου — ἀρρυτίδωτος unwrinkled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”